- Ὁμολωίς
- Ὁμολώιοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ομολώιος — Ὁμολώϊος, ό, θηλ. Ὁμολωΐς (Α) [όμολος] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός στις περιοχές τής Βοιωτίας και τής Θεσσαλίας 2. το θηλ. προσωνυμία τών θεών Δήμητρος και Αθηνάς στη Θήβα 3. (το αρσ.) α) ονομασία μήνα β) ονομασία όρους 4. φρ. «Ὁμολωΐδες… … Dictionary of Greek